- ανίημι
- ἀνίημι (Α)1. στέλνω προς τα πάνω («Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, Ὅμηρος, «ἀφρὸν ἀνίημι», βγάζω αφρό Αισχύλος)2. αναδίδω, βγάζω, κάνω να φυτρώσει (αποδίδεται σε θεούς ή στη γη3. (για γυναίκα) γεννώ4. κάνω ν' ανέβει στην επιφάνεια (από τον τάφο, τον Κάτω Κόσμο ή το υπέδαφος)5. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι6. αφήνω κάποιον («ἐμέ δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν», με άφησε ο ύπνος, ξύπνησα, Όμηρος)7. αφήνω κάποιον ελεύθερο ή ατιμώρητο8. χαλαρώνω τα δεσμά, λύνω, ανοίγω (θύρες)9. ξεσηκώνω, εμπνέω κάποιον10. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι11. αφιερώνω, θυσιάζω στους θεούς12. αφήνω ήσυχο και ανενόχλητο το ζώο ή ακαλλιέργητη τη γη που αφιερώθηκε στον θεό13. (για τόξα ή μουσικά όργανα) χαλαρώνω τις χορδές14. αφοσιώνομαι σε κάτι15. αμελώ, παραβλέπω16. διαλύω, ανακατεύω17. μέσ. ανοίγω, ξεγυμνώνω18. (η μτχ. ως επίθ.) ἀνειμένοςα) χαλαρός, χωρίς περιορισμούςβ) (για το κλίμα ενός τόπου) εύκρατος19. φρ. «οὐδὲν ἀνιέναι» — το να μην υποχωρεί κανείς καθόλου.
Dictionary of Greek. 2013.